Μια έρευνα – ορόσημο στο επιστημονικό πεδίο της βρεφικής διατροφής δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο 2012 ως αναφορά με τίτλο Προλαμβάνοντας Νοσήματα και Κάνοντας Οικονομία (Preventing Disease and Saving Resources). H έρευνα που χρηματοδοτήθηκε από την UNICEF στη Μεγάλη Βρετανία καταδεικνύει ότι τα χαμηλά ποσοστά μητρικού θηλασμού στην χώρα κοστίζουν στο Εθνικό Σύστημα Υγείας εκατομμύρια λίρες.
Η αναφορά εξετάζει πως αυξάνοντας τα ποσοστά μητρικού θηλασμού στον πληθυσμό μπορούν να σωθούν χρήματα μέσα από την καλυτέρευση της υγείας του πληθυσμού.
Οι επιστημονικά τεκμηριωμένοι υπολογισμοί των συγγραφέων δείχνουν ότι ακόμα και μέσου βαθμού έστω αυξήσεις στον μητρικό θηλασμό μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα εκατομμύρια λίρες λιγότερα έξοδα κάθε χρόνο για το NHS – και αυτά τα νούμερα μπορεί να είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου.
Τα ευρήματα της αναφοράς δείχνουν ότι για μόνο πέντε ασθένειες – λίγες σε σχέση με το εύρος ασθενειών που ενάντια στις οποίες ο θηλασμός μπορεί να έχει προστατευτική επίδραση, μέσου βαθμού αύξηση του θηλασμού μεταφράζεται σε μείωση κόστους για το NHS κατά 40 εκατομμύρια λίρες τον χρόνο και σε μείωση των επισκέψεων σε γιατρούς και των νοσηλειών σε νοσοκομεία κατά δεκάδες χιλιάδες το έτος.
Επιπρόσθετα στα παραπάνω, ανάλυση για άλλες τρεις καταστάσεις – την γνωστική ικανότητα, την παιδική παχυσαρκία και το Σύνδρομο Αιφνίδιου Βρεφικού Θανάτου (SIDS) – δείχνει ότι μέσου βαθμού βελτίωση στα ποσοστά μητρικού θηλασμού θα μπορούσε να γλιτώσει πρόσθετα εκατομμύρια αγγλικών λιρών, και, στην περίπτωση του SIDS, παιδικές ζωές.
Σύμφωνα με την διευθύντρια της UNICEF UK Anita Tiessen, έχει βρεθεί ότι το 90% των γυναικών που σταματούν τον μητρικό θηλασμό κατά τις πρώτες έξι εβδομάδες από τον τοκετό τον διακόπτουν νωρίτερα από ό,τι θα επιθυμούσαν. Η διευθύντρια θεωρεί απαραίτητο να αναγνωρισθεί ο μητρικός θηλασμός ως ένα μείζον θέμα δημόσιας υγείας σε κάθε επίπεδο, από το κυβερνητικό μέχρι εκείνο των ιατρείων, και θα πρέπει να θεσμοθετηθεί η απαραίτητη επένδυση και η νομοθεσία που να δώσει στις μητέρες μια καλύτερη εμπειρία θηλασμού.
Σύμφωνα με την Καθηγήτρια Μ Renfrew του Πανεπιστημίου του Dundee, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας, η έρευνα αυτή ρίχνει φως στα βαθύτατα προστατευτικά αποτελέσματα που έχει ο μητρικός θηλασμός τόσο για την μητέρα όσο για το παιδί. Είναι ξεκάθαρο ότι η τοποθέτηση χρημάτων και δυναμικού στην υποστήριξη του επιτυχούς μητρικού θηλασμού συνιστά μια τρομερά αποτελεσματική σε σχέση με το κόστος στρατηγική για το Εθνικό Σύστημα Υγείας, ενώ ταυτόχρονα προλαμβάνει τον πόνο και την απογοήτευση που νιώθει μια μητέρα που έχει μια κακή εμπειρία θηλασμού.
Επιγραμματικά στα συμπεράσματα της έρευνας περιλαμβάνονται τα εξής:
Ο μητρικός θηλασμός προστατεύει τα βρέφη και τις μητέρες ενάντια σε πολλά νοσήματα. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται βελτίωση στην σχετική φροντίδα στο NHS που έχει οδηγήσει πολλές γυναίκες να ξεκινούν τον θηλασμό, ωστόσο η φροντίδα συνεχίζει να είναι ασυνεχής και η έλλειψη υποστήριξης του θηλασμού σε επίπεδο κοινωνίας σημαίνει ότι πολλές θηλάζουσες μητέρες συναντούν προβλήματα που τις αναγκάζουν να σταματούν τον θηλασμό νωρίτερα από όσο θα ήθελαν.
Τα περισσότερα από τα εμπόδια που αποτρέπουν τις μητέρες από το να θηλάσουν όσο θα ήθελαν θα μπορούσαν να απομακρυνθούν εάν υπάρχει πρόσβαση σε καλά εκπαιδευμένους επαγγελματίες υγείας, σε καλής ποιότητας κοινωνική υποστήριξη στην κοινότητα, εάν υπάρχει μια ευρεία κατανόηση στα σημαντικά οφέλη του μητρικού γάλακτος, και εάν η κοινωνία αποδεχθεί τον θηλασμό ως το φυσιολογικό. Όποτε ο θηλασμός πηγαίνει άσχημα, παράλληλα με την πρόκληση απογοήτευσης και θλίψης στις οικογένειες που συμβαίνει, η συλλογική αποτυχία της υποστήριξης των γυναικών επιφέρει οικονομικές επιπτώσεις – περισσότερες ασθένειες για τα βρέφη, τα παιδιά και τους ενήλικες, περισσότερες επισκέψεις σε γιατρούς και περισσότερες νοσηλείες σε νοσοκομεία.
Οι ερευνητές εξέτασαν την αποτελεσματικότητα της παρέμβασης δημόσιας υγείας στις εξωνοσοκομειακές υπηρεσίες υγείας μιας περιοχής του Λονδίνου, του Harrow. H παρέμβαση αυτή συνιστά σημαντικό παράδειγμα του πως μια συνδυασμένη επένδυση στις υπηρεσίες υποστήριξης των γυναικών που θηλάζουν μπορεί να μεταφραστεί πολύ σύντομα όχι μόνο σε αυξημένα ποσοστά μητρικού θηλασμού αλλά και σε μειωμένα νοσήματα για τα βρέφη. Η προσπάθεια να εναρμονιστεί το σύστημα υγείας εκεί με τα Φιλικά προς τα Βρέφη στάνταρ ξεκίνησε το 2005, όταν μόλις το 67& των μητέρων της περιοχής ξεκινούσαν τον μητρικό θηλασμό και μόλις 33% θήλαζαν αποκλειστικά για τουλάχιστον 6-8 εβδομάδες. Έγινε εντατική εκπαίδευση των μαιών, των επισκεπτριών υγείας και των γενικών ιατρών της περιοχής τόσο σε επίπεδο νοσοκομείου όσο και σε επίπεδο κοινότητας, έτσι ώστε οι γυναίκες να βιώνουν ένα συνδυασμένο συνεπές και συνεχές επίπεδο φροντίδας. Δημιουργήθηκε ένα εκτεταμένο δίκτυο εκπαιδευμένων εθελοντών και υποστηρικτών του θηλασμού για να δουλεύουν με τις μητέρες και στο νοσοκομείο και στην κοινότητα και να οργανώνουν ομάδες υποστήριξης θηλασμού σε καθημερινή βάση. Δημιουργήθηκαν σε τοπικό επίπεδο υποστηρικτική γραμμή θηλασμού, ιστοσελίδα και ομάδες σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Μέσα σε 7 χρόνια, το 2012, 90% των μητέρων ξεκινούσαν τον θηλασμό και 50% θήλαζαν αποκλειστικά στην περιοχή κατά τις πρώτες 6-8 εβδομάδες. Ταυτόχρονα μια από τις πρώτες διαπιστώσεις στην περιοχή του Harrow είναι η μείωση στις νοσηλείες παιδιών κάτω του έτους με γαστρεντερίτιδες, με τις σχετικές συχνότητες νοσηλειών να είναι κατά 16% χαμηλότερες από τον τελευταίο μέσο όρο σε όλη την επικράτεια της Μεγάλης Βρετανίας. Ο μητρικός θηλασμός πλέον στο Harrow αναγνωρίζεται ως ο φυσιολογικός τρόπος για να τρέφονται τα βρέφη.
Οι ερευνητές διαχώρισαν τέσσερις κατηγορίες ασθενειών και παθολογικών καταστάσεων ανάλογα με τα διαφορετικά επίπεδο τεκμηρίωσης που είναι διαθέσιμα έως τώρα, σχετικά τις προστατευτικές επιδράσεις του μητρικού θηλασμού. Αξιόπιστες αναλύσεις μπορούσαν να γίνουν μόνο για λιγοστές από τις πολλές ασθένειες που ο θηλασμός θεωρείται ότι προστατεύει, έτσι που τα αποτελέσματα τις έρευνας και τα νούμερα είναι πιθανό να αντιπροσωπεύουν μόνο ένα κομμάτι της αληθινής και δυνητικής μείωσης κόστους.
Ακόμα και έτσι και με δεδομένη την πιθανή συστηματική υπο-εκτίμηση, είναι ξεκάθαρο – ακόμα και τηρώντας μια συντηρητική στάση – ότι η επένδυση σε υπηρεσίες που υποστηρίζουν τις γυναίκες να θηλάζουν περισσότερο θα παρέχει μια πολύ γρήγορη επιστροφή χρημάτων, με όσο μεγαλύτερα ποσοστά μητρικού θηλασμού να οδηγούν σε ακόμα μεγαλύτερη μείωση κόστους.
Η αναφορά είναι άκρως συντηρητική για δύο λόγους: γιατί λαμβάνει υπόψη της μόνο ένα μικρό αριθμό ασθενειών, και γιατί υποθέτει ρεαλιστικά σενάρια αύξησης των ποσοστών μητρικού θηλασμού, και όχι «ιδανικά».
Για την πρώτη κατηγορία ασθενειών, όπου τα αποδεικτικά στοιχεία είναι πιο ισχυρά, οι συγγραφείς παρήγαγαν ποσοτικά οικονομικά μοντέλα σε σχέση με πέντε νοσήματα (καρκίνο μαστού στην μητέρα, γαστρεντερίτιδα, αναπνευστικές λοιμώξεις, ωτίτιδες και νεκρωτική εντεροκολίτιδα στα βρέφη), που έδειξαν τα εξής ευεργετικά οικονομικά αποτελέσματα για το NHS από μια μέσου βαθμού αύξηση του μητρικού θηλασμού:
Εάν οι μισές από τις μητέρες που επί του παρόντος δεν θηλάζουν καθόλου θήλαζαν για 18 μήνες κατά την διάρκεια της ζωής τους, τότε στην Μεγάλη Βρετανία θα είχαμε:
Εάν το 45% των βρεφών θήλαζαν αποκλειστικά για τουλάχιστον 4 μήνες, και εάν το 75% των βρεφών σε νεογνικές μονάδες θήλαζαν κατά το εξιτήριό τους, θα είχαμε στην Μεγάλη Βρετανία:
Για την δεύτερη κατηγορία ασθενειών όπου τα αποδεικτικά στοιχεία είναι καλής ποιότητας αλλά όχι αρκετά ισχυρά για να παραχθούν πλήρη οικονομικά μοντέλα, οι συγγραφείς ανέλυσαν τρεις καταστάσεις – την γνωστική ικανότητα, την παιδική παχυσαρκία και το Σύνδρομο Αιφνίδιου Βρεφικού Θανάτου SIDS – για να πορβλέψουν την πιθανή επίδραση των αυξημένων ποσοστών μητρικού θηλασμού. Εκτίμησαν ότι:
Εάν ο αριθμός βρεφών που ελάμβαναν έστω και λίγο μητρικό γάλα ανέβαινε κατά μόλις 1% στον πληθυσμό, αυτό θα οδηγούσε σε αύξηση στον Δείκτη Νοημοσύνης IQ που, στο εύρος του γενικού πληθυσμού, θα μπορούσε να επιφέρει κέρδος στην οικονομική δραστηριότητα κατά 278 εκατομμύρια λίρες κατά έτος.
Μια πολύ μικρή αύξηση των ποσοστών αποκλειστικού θηλασμού θα μπορούσε να οδηγήσει σε τουλάχιστον 3 λιγότερες περιπτώσεις Αιφνιδίου Θανάτου Βρεφών τον χρόνο, που, πέρα από την αποφυγή απώλειας ανθρώπινων ζωών, θα είχε βαθιές συνέπειες στις οικογένειες σώζοντας περίπου 4.7 εκατομμύρια λίρες τον χρόνο σε χρηματικό κόστος.
Μια μέση αύξηση του μητρικού θηλασμού θα μπορούσε να οδηγήσει σε περίπου 5% μείωση της παιδικής παχυσαρκίας, που με τη σειρά της θα έσωζε περίπου 1.6 εκατομμύρια λίρες κάθε χρόνο.
Στην Τρίτη κατηγορία περιλήφθηκαν τα νοσήματα όπου η έρευνα δείχνει λογική ή πιθανή μείωσή τους από τον μητρικό θηλασμό, αλλά όπου τα αποδεικτικά στοιχεία δεν είναι ακόμα ικανά να παρέχουν ακριβείς προβλέψεις. Για παράδειγμα, παρότι η αυξημένη αρτηριακή πίεση και τα αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης στα παιδιά συνιστούν δείκτες μελλοντικών αγγειακών νοσημάτων στην ενήλικη ζωή και σχετίζονται με τον μη θηλασμό, δεν είναι ακόμα στατιστικά εφικτό να υπολογισθεί το κόστος για αυτά τα καρδιαγγειακά νοσήματα. Ωστόσο, αυτή η λίστα περιλαμβάνει νοσήματα που επηρεάζουν σοβαρά τον εθνικό προυπολογισμό υγείας, έτσι που εάν είναι πιθανό να μειώνονται αυτά τα νοσήματα μέσω του μητρικού θηλασμού – έστω και κατά μόλις 2% – αυτό θα είχε πολύ σημαντική οικονομική επίδραση. Η λίστα νοσημάτων με πιθανή προστασία του θηλασμού περιλαμβάνει τον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 και τύπου 2, τα καρδιαγγειακά νοσήματα, τον καρκίνο των ωοθηκών, το άσθμα, την λευχαιμία, την κοιλιοκάκη, και την νεογνική σήψη. Απαιτείται επειγόντως περισσότερη και καλύτερης ποιότητας έρευνα για να εξακριβωθεί πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος του μητρικού θηλασμού στην μείωση της συχνότητας αυτών των σημαντικών χρόνιων νοσημάτων.
Στην τέταρτη κατηγορία νοσημάτων οι συγγραφείς τοποθέτησαν 45 νοσήματα και καταστάσεις για τα οποία υπάρχουν στην επιστημονική βιβλιογραφία κάποια στοιχεία ότι ο θηλασμός μπορεί να προσφέρει προστασία. Και εδώ οι συγγραφείς καλούν για επείγουσα μελλοντική έρευνα.
Τα ποσοστά μητρικού θηλασμού είναι ιδιαίτερα χαμηλά στα χαμηλά κοινωνικο-οικονομικά στρώματα. Επομένως η επένδυση στην υποστήριξη μητέρων στον θηλασμό θα είχε επίσης μια σημαντική συνεισφορά στην μείωση των ανισοτήτων υγείας.
Ο Καθηγητής M Kelly, διευθυντής του Κέντρου για την Αριστεία στην Δημόσια Υγεία (NICE) γράφει ότι αυτή η αναφορά συνιστά συναρπαστικό ανάγνωσμα. Οι συγγραφείς παρουσιάζουν μια θέση που υπόσχεται να οδηγήσει σε πολύ σημαντικές μειώσεις κόστους για τις υπηρεσίες υγείας, να παράγει σημαντικά οφέλη υγείας σε βάθος χρόνου, και να αλλάξει τις διαφορές στην υγεία μεταξύ διαφορετικών κοινωνικο-οικονομικών στρωμάτων. Η θέση είναι απλή: η αύξηση στην έναρξη και στην συνέχιση του μητρικού θηλασμού.
Με την αποκάλυψη αυτών των ευρημάτων από την αναφορά αυτή, η UNICEF UK ζητά από την Κυβέρνηση της Μ Βρετανίας και τους πολιτικούς ιθύνοντες να αναγνωρίσουν επειγόντως:
Και να απαντήσουν ανάλογα με τα εξής μέτρα: